- κυπώ
- κυπῶ, -όω (Α)ανατρέπω, καταρρίπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, σχηματισμένος κατά το σχήμα τυπῶ: τύπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακυπώνω — 1. υποτάσσω κάποιον 2. μέσ. κατακυπώνομαι ταπεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυπῶ «υποτάσσω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
κουπώνω — σκεπάζω, καλύπτω κάτι με καπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπῶ, όω «ανατρέπω»] … Dictionary of Greek